γκρίφι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | γκρίφι | τα | γκρίφια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | γκρίφι | τα | γκρίφια |
κλητική | γκρίφι | γκρίφια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- γκρίφι < αγγρίφι < μεσαιωνική ελληνική ἀγγρίφιον
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγκρίφι ουδέτερο
- (ιδιωματικό) άλλη μορφή του αγγρίφι
- Δύο τρεῖς βαρκοῦλες, ἐπειδὴ ἦσαν δύο τρία πτωχὰ μαγαζιὰ κάτω στὴν ὑγρὰν ἄμμον, ὁποὺ ἦτο μεταξὺ εἰς τοὺς βράχους τοὺς χερσαίους καὶ τοὺς θαλασσίους, ὅπου κατέβαιναν καλλικαντζοῦνες κὶ ἐφάνταζαν ὡς χῆραι γυναῖκες μοιρολογίστρες ἐπάνω στὰ γκρίφια καὶ τὰ λαλαρίδια τοῦ γιαλοῦ, κόκκινα, βυσσινιά, ρόδινα, γαλάζια, βιολετένια‚ ἐκυλίοντο λὶ λὶ λί, λὰ λὰ λά, δῶρα τῆς θαλασσίας νεράιδας, ἀτίμητα, γλυκὰ ἀθύρματα τῶν παιδιῶν, στὴν ἄκραν τοῦ γιαλοῦ καὶ τῆς ἄμμου. (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Ὁ Γάμος τοῦ Καραχμέτη, 1914)
Μεταφράσεις
επεξεργασία γκρίφι
|