άσμιχτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | άσμιχτος | η | άσμιχτη | το | άσμιχτο |
γενική | του | άσμιχτου | της | άσμιχτης | του | άσμιχτου |
αιτιατική | τον | άσμιχτο | την | άσμιχτη | το | άσμιχτο |
κλητική | άσμιχτε | άσμιχτη | άσμιχτο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | άσμιχτοι | οι | άσμιχτες | τα | άσμιχτα |
γενική | των | άσμιχτων | των | άσμιχτων | των | άσμιχτων |
αιτιατική | τους | άσμιχτους | τις | άσμιχτες | τα | άσμιχτα |
κλητική | άσμιχτοι | άσμιχτες | άσμιχτα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαάσμιχτος, -η, -ο
- που δεν έχει σμίξει με άλλους, δεν έχει αναμιχθεί ή δεν επιδέχεται ανάμιξη
- (για πρόσωπα) που δεν έρχεται σε επικοινωνία με άλλους
- δεν έχει κοινωνικοποιηθεί και κατέληξε εντελώς άσμιχτος
- ≈ συνώνυμα: ακοινώνητος
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία άσμιχτος
|