σμιχτός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | σμιχτός | η | σμιχτή | το | σμιχτό |
γενική | του | σμιχτού | της | σμιχτής | του | σμιχτού |
αιτιατική | τον | σμιχτό | τη | σμιχτή | το | σμιχτό |
κλητική | σμιχτέ | σμιχτή | σμιχτό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | σμιχτοί | οι | σμιχτές | τα | σμιχτά |
γενική | των | σμιχτών | των | σμιχτών | των | σμιχτών |
αιτιατική | τους | σμιχτούς | τις | σμιχτές | τα | σμιχτά |
κλητική | σμιχτοί | σμιχτές | σμιχτά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /zmiˈxtos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σμι‐χτός
Επίθετο
επεξεργασίασμιχτός, -ή, -ό
- (για τα φρύδια) που ενώνονται, σμίγουν
- ※ ⌘ Γιάννης Γρυπάρης 1870-1942, «Ο πραματευτής», Από το ερωτικό βιβλίο του Τρύφωνος και της Χρυσόθφρυδης, ποιητική συλλογή Σκαραβαῖοι καὶ τερρακόττες, Εκδ. Ι.Ν. Σιδέρης, έκδοση 2η, χ.χ. pdf @olympias Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων
- κι οι παντρεμένες ξενυχτάν
για τα σμιχτά γραφτά του φρύδια
- κι οι παντρεμένες ξενυχτάν
- ※ ⌘ Γιάννης Γρυπάρης 1870-1942, «Ο πραματευτής», Από το ερωτικό βιβλίο του Τρύφωνος και της Χρυσόθφρυδης, ποιητική συλλογή Σκαραβαῖοι καὶ τερρακόττες, Εκδ. Ι.Ν. Σιδέρης, έκδοση 2η, χ.χ. pdf @olympias Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων
- (σπανιότερα, ιδίως για άλευρα) ανάμεικτος
Συγγενικά
επεξεργασία- άσμιχτα (επίρρημα)
- άσμιχτος
- ολοσμιγμένος
- σμιγμένος
- σμιχτοφρύδης, σμιχτοφρύδα
→ και δείτε τη λέξη σμίγω
Μεταφράσεις
επεξεργασία σμιχτός
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σμιχτός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
επεξεργασία- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .