Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σμιγμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
σμιγμέν
ος
η
σμιγμέν
η
το
σμιγμέν
ο
γενική
του
σμιγμέν
ου
της
σμιγμέν
ης
του
σμιγμέν
ου
αιτιατική
τον
σμιγμέν
ο
τη
σμιγμέν
η
το
σμιγμέν
ο
κλητική
σμιγμέν
ε
σμιγμέν
η
σμιγμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
σμιγμέν
οι
οι
σμιγμέν
ες
τα
σμιγμέν
α
γενική
των
σμιγμέν
ων
των
σμιγμέν
ων
των
σμιγμέν
ων
αιτιατική
τους
σμιγμέν
ους
τις
σμιγμέν
ες
τα
σμιγμέν
α
κλητική
σμιγμέν
οι
σμιγμέν
ες
σμιγμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
σμιγμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
σμίγω
Μετοχή
επεξεργασία
σμιγμένος, -η, -ο
→
δείτε
τη λέξη
σμίγω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σμιγμένος