πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σμιχτοφρύδης η σμιχτοφρύδα
& σμιχτοφρυδούσα
το σμιχτοφρύδικο
      γενική του σμιχτοφρύδη της σμιχτοφρύδας
& σμιχτοφρυδούσας
του σμιχτοφρύδικου
    αιτιατική τον σμιχτοφρύδη τη σμιχτοφρύδα
& σμιχτοφρυδούσα
το σμιχτοφρύδικο
     κλητική σμιχτοφρύδη σμιχτοφρύδα
& σμιχτοφρυδούσα
σμιχτοφρύδικο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σμιχτοφρύδηδες οι σμιχτοφρύδες
& σμιχτοφρυδούσες
τα σμιχτοφρύδικα
      γενική των σμιχτοφρύδηδων των των σμιχτοφρύδικων
    αιτιατική τους σμιχτοφρύδηδες τις σμιχτοφρύδες
& σμιχτοφρυδούσες
τα σμιχτοφρύδικα
     κλητική σμιχτοφρύδηδες σμιχτοφρύδες
& σμιχτοφρυδούσες
σμιχτοφρύδικα
Το θηλυκό, σε και -ούσα.
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος.
Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά.
ομάδα 'ξανθομάλλης', Κατηγορία όπως «κατσαρομάλλης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
σμιχτοφρύδης < σμιχτ(ός) + -ο- + -φρύδης
ΔΦΑ : /zmi.xtoˈfɾi.ðis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σμιχτοφρύδης

σμιχτοφρύδης, -α/ούσα, -ικο

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία