άνοιωστος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈa.ɲo.stos/ (με συνίζηση)
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ά‐νοιω‐στος
Επίθετο επεξεργασία
άνοιωστος, -η, -ο
- μη αντιληπτός
- ακατάληπτος, που δεν τον καταλαβαίνεις
- που δεν καταλαβαίνει
- (κατ’ επέκταση) που δεν καταλαβαίνει γιατί δεν έχει τις αισθήσεις του (καθώς κοιμάται ή είναι άρρωστος)
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
- άνοιωθος [2]
- διαλεκτικά: αννένοιωστος (Νάξος, Πάρος)
Μεταφράσεις επεξεργασία
μη αντιληπτός
|
που δεν καταλαβαίνει
|
που δεν τον καταλαβαίνεις
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ άνοιωστος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ «ἄνοιωθος» - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Πηγές επεξεργασία
- Ακαδημία Αθηνών, σελ. 236 pdf@academyofathens