↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άνοιωθος η άνοιωθη το άνοιωθο
      γενική του άνοιωθου της άνοιωθης του άνοιωθου
    αιτιατική τον άνοιωθο την άνοιωθη το άνοιωθο
     κλητική άνοιωθε άνοιωθη άνοιωθο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άνοιωθοι οι άνοιωθες τα άνοιωθα
      γενική των άνοιωθων των άνοιωθων των άνοιωθων
    αιτιατική τους άνοιωθους τις άνοιωθες τα άνοιωθα
     κλητική άνοιωθοι άνοιωθες άνοιωθα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
άνοιωθος < ά- στερητικό + νοιώθ(ω) + -ος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈa.ɲo.θos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ά‐νοιω‐θος

  Επίθετο

επεξεργασία

άνοιωθος, -η, -ο

  1. που δεν τον αντιλαμβάνεσαι, που δεν τον νοιώθεις [1] [2]
    ※  Περπατώ και βλέπω κάθε γωνιά και σε κάθε γωνιά με το μάτι μου διακρίνω τί άνοιωθος λογισμός μισοτρέμει κι από ταπόκρυφα κάτω πάει νανεβή ίσια με ταπάνω (Γιάννης Ψυχάρης, Τ'όνειρο του Γιαννήρη, 1897, σελ. 351)
  2. που δεν αντιλαμβάνεται, δε νοιώθει
    ※  Μπήκανε στ' αμάξι κι οι δυο σαν κουφοί, σαν άνοιωθοι μέσα στην τόση αχοβολή. Δεν ξεστομίσαν μήτε λέξη στο δρόμο. Καταλάβαιναν ο ένας τον άλλονα πια τώρα. (Αργύρης Εφταλιώτης, O Mανόλης ο Ντελμπεντέρης, εκδ. Πελεκάνος, 2015 @books.google)
     συνώνυμα: άνοιωστος
  3. ακατάληπτος [1] [2]
  4. (ιδιωματικό) αναίσθητος· που δεν έχει επαφές με τον κοινωνικό περίγυρο, αδιάφορος [3]

Παράγωγα

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. 1,0 1,1 άνοιωθοςΓεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. 2,0 2,1 2,2 «ἄνοιωθος» - Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
  3. Πανταζής Κοντομίχης, Λεξικό του λευκαδίτικου γλωσσικού ιδιώματος (Αθήνα: Εκδόσεις Γρηγόρη, 2005).