άνιωθος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | άνιωθος | η | άνιωθη | το | άνιωθο |
γενική | του | άνιωθου | της | άνιωθης | του | άνιωθου |
αιτιατική | τον | άνιωθο | την | άνιωθη | το | άνιωθο |
κλητική | άνιωθε | άνιωθη | άνιωθο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | άνιωθοι | οι | άνιωθες | τα | άνιωθα |
γενική | των | άνιωθων | των | άνιωθων | των | άνιωθων |
αιτιατική | τους | άνιωθους | τις | άνιωθες | τα | άνιωθα |
κλητική | άνιωθοι | άνιωθες | άνιωθα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈa.ɲo.θos/ (με συνίζηση)
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ά‐νιω‐θος
Επίθετο
επεξεργασίαάνιωθος, -η, -ο
- άλλη γραφή του άνοιωθος[1] (από το νοιώθω)
- ※ Και είναι και ντιπ άνιωθος ο άτιμος: δεν φτάνει που ξεπορτίζει με κάθε ευκαιρία, ακόμα κι όταν η Κλειώ είναι με την κοιλιά τούμπανο, πολλές από τις κατακτήσεις του τις βγάζει κι έξω, σε ζαχαροπλαστεία του κέντρου όπου, όπως είναι φυσικό, το έχουμε πετύχει όλη σε κάποια φάση (Αύγουστος Κορτώ, Το βιβλίο της Κατερίνας, 2016 @books.google)
Μεταφράσεις
επεξεργασία άνιωθος
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ «ἄνοιωθος» - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .