άμοιαστος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
άμοιαστος, -η, -ο
- (λαϊκότροπο) που δεν μοιάζει με κάποιον άλλον ή με κάτι άλλο
- (λαϊκότροπο) που δεν ταιριάζει με κάποιον άλλον ή με κάτι άλλο
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ανόμοιος
αταίριαστος
|