Πομερανία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Πομερανία | οι | Πομερανίες |
γενική | της | Πομερανίας | των | Πομερανιών |
αιτιατική | την | Πομερανία | τις | Πομερανίες |
κλητική | Πομερανία | Πομερανίες | ||
συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Πομερανία < (άμεσο δάνειο) λατινική Pomerania < πολωνική Pomorze (παραθαλάσσιος)[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /po.me.ɾaˈni.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Πο‐με‐ρα‐νί‐α
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΠομερανία θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- Πομερανία στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία Πομερανία
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)