Πομερανός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Πομερανός < Πομεραν(ία) + -ος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /po.me.ɾaˈnos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Πο‐με‐ρα‐νός
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΠομερανός αρσενικό (θηλυκό Πομερανή)
- (πατριδωνυμικό) αυτός που κατάγεται από την Πομερανία
Μεταφράσεις
επεξεργασία Πομερανός
|