↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πομερανικός η πομερανική το πομερανικό
      γενική του πομερανικού της πομερανικής του πομερανικού
    αιτιατική τον πομερανικό την πομερανική το πομερανικό
     κλητική πομερανικέ πομερανική πομερανικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πομερανικοί οι πομερανικές τα πομερανικά
      γενική των πομερανικών των πομερανικών των πομερανικών
    αιτιατική τους πομερανικούς τις πομερανικές τα πομερανικά
     κλητική πομερανικοί πομερανικές πομερανικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πομερανικός < Πομεραν(ός) + -ικός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /po.me.ɾa.niˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πο‐με‐ρα‐νι‐κός

  Επίθετο

επεξεργασία

πομερανικός, -ή, -ό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία