Δείτε επίσης: Ὀθωμανός

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Οθωμανός οι Οθωμανοί
      γενική του Οθωμανού των Οθωμανών
    αιτιατική τον Οθωμανό τους Οθωμανούς
     κλητική Οθωμανέ Οθωμανοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Οθωμανός < μεσαιωνική ελληνική Ὀθωμανός, Ὀτομανός < αραβική عثمان (ʕuṯmān)[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /o.θo.maˈnos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Ο‐θω‐μα‐νός

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Οθωμανός αρσενικό (θηλυκό Οθωμανή)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)