οθωμανισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαοθωμανισμός αρσενικό
- (ιστορία) σύστημα που αποσκοπεί στη δημιουργία οθωμανικής εθνότητας και στην ένταξη σ’ αυτή διαφόρων εθνοτήτων, μουσουλμανικών και μη
Συγγενικά
επεξεργασία- νεοοθωμανισμός
- νεοοθωμανιστής
- οθωμανιστής
- → δείτε τη λέξη Οθωμανός
Μεταφράσεις
επεξεργασία οθωμανισμός