νεοοθωμανισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- νεοοθωμανισμός < (τουρκικά) Yeni Osmanlıcılık / νεο- + οθωμανισμός
Ουσιαστικό επεξεργασία
νεοοθωμανισμός αρσενικό
- (νεολογισμός) πολιτική ιδεολογία που επικρατεί σε πολιτικούς κύκλους της Τουρκίας, με σκοπό την προώθηση στενότερων σχέσεων με περιοχές της πρώην Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ή την δορυφοροποίηση κάποιων από αυτές
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
νεοοθωμανισμός
|