Λαύριο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Λαύριο | τα | Λαύρια |
γενική | του | Λαυρίου & Λαύριου |
των | Λαυρίων |
αιτιατική | το | Λαύριο | τα | Λαύρια |
κλητική | Λαύριο | Λαύρια | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Λαύριο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική Λαύριον
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈla.vɾi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Λαύ‐ρι‐ο
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΛαύριο ουδέτερο
- πόλη στη Λαυρεωτική της Αττικής
- ※ Δεν ξέρω τι να παίξω στα παιδιά / στην αγορά, στο Λαύριο / Είμαι μεγάλος, με τιράντες και γυαλιά / κι όλο φοβάμαι το αύριο (Τι έπαιξα στο Λαύριο, στίχοι/μουσική/εκτέλεση: Διονύσης Σαββόπουλος, 1979)
Συγγενικά
επεξεργασία- τα Λαυρεωτικά / Λαυριακά
- Λαυρεωτική
- λαυρεωτικός
- Λαυριώτης, λαυριώτης
- Λαυριώτισσα, λαυριώτισσα
- λαυριώτικος
- λαυριωτικός
- λαυριακός
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Λαύριο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία Λαύριο
|