Δείτε επίσης: λαυριώτισσα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Λαυριώτισσα οι Λαυριώτισσες
      γενική της Λαυριώτισσας των Λαυριωτισσών
    αιτιατική τη Λαυριώτισσα τις Λαυριώτισσες
     κλητική Λαυριώτισσα Λαυριώτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Λαυριώτισσα < Λαυριώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /la.vɾiˈo.ti.sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Λαυ‐ρι‐ώ‐τισ‐σα

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Λαυριώτισσα θηλυκό

  • (πατριδωνυμικό) θηλυκό του Λαυριώτης
    ※  Τα μεράκια πάλι απόψε, μου φουσκώσαν την καρδιά / και θα πάω να μεθύσω Λαυριώτισσα γλυκιά, και θα πάω να μεθύσω Λαυριώτισσα γλυκιά. (Λαυριώτισσα, στίχοι: Βασίλης Μαυροφρύδης, μουσική: Μάρκος Βαμβακάρης, εκτέλεση: Νότα Καλλέλη, 1939)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Λαυριώτης