πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Λαυρεωτική
      γενική τῆς Λαυρεωτικῆς
      δοτική τῇ Λαυρεωτικ
    αιτιατική τὴν Λαυρεωτικήν
     κλητική ! Λαυρεωτική
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
Λαυρεωτική < θηλυκό του Λαυρεωτικός

Κύριο όνομα

επεξεργασία

Λαυρεωτική θηλυκό

  • (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Δείτε