Λαυριακά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | Λαυριακά | ||
γενική | των | Λαυριακών | ||
αιτιατική | τα | Λαυριακά | ||
κλητική | Λαυριακά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Λαυριακά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου λαυριακός στον πληθυντικό
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /la.vɾi.aˈka/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Λαυ‐ρι‐α‐κά
Κύριο όνομα επεξεργασία
Λαυριακά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (ιστορία) άλλη μορφή του Λαυρεωτικά
Μεταφράσεις επεξεργασία
Λαυριακά
→ δείτε τη λέξη Λαυρεωτικά |
Πηγές επεξεργασία
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)