Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Κιπίνα οι Κιπίνες
      γενική της Κιπίνας των Κιπίνων
    αιτιατική την Κιπίνα τις Κιπίνες
     κλητική Κιπίνα Κιπίνες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Κιπίνα < πρωτοσλαβική *kǫpina[1] (θάμνος, βατομουριά, βατόμουρο, σλαβικά купина / кѫпина: kǫpina) < *kǫpa (συστάδα θάμνων, λόχμη) +‎ *-ina (σλαβικά -ина)[2]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ciˈpi.na/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κι‐πί‐να

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Κιπίνα θηλυκό

  1. αγιωνύμιο / εκκλησιωνύμιο
    ※  «Μονή Κηπίνας, Κιπίνας, Κυπίνας, Κεπίνας, Κιεπίνας, Καπίνας ή Κιμίνας, αφιερωμένη στην Κοίμηση της Θεοτόκου». (Φιλιώ Αγγελάκη, Αναρρίχηση–ορειβασία στα βουνά της Θεσσαλίας, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, 1998, σελ. 43.)
  2. τοπωνύμιο
    1. χωριό της Ελλάδας στην Ήπειρο

Άλλες μορφές επεξεργασία

Σημειώσεις επεξεργασία

  • Επειδή δεν είμαστε σίγουροι αν ετυμολογείται από τα (πρωτο)σλαβικά (οπότε, λόγω του γράμματος у / купина, θα μπορούσε να δικαιολογηθεί και η γραφή Κυπίνα) ή τα αλβανικά, προτιμότερο είναι να απλογραφούμε το αγιωνύμιο / εκκλησιωνύμιο / τοπωνύμιο με –ι–: Κιπίνα.

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. Το σλαβικό γράμμα ǫ δικαιολογεί τις παραλλαγές κι– / κε–, κιε–, κα– κ.λπ.
  2. ή < αλβανική kep (Vladimir Orel, Albanian Etymological Dictionary, εκδ. Brill, Λέιντεν–Βοστώνη 1998, σελ. 175, λήμμα kep, Stuart Mann, An historical Albanian-English dictionary, εκδ. Longmans, Green, and co., Λονδίνο 1948, τ. αʹ (A–M), σελ. 190, λήμμα kep), που σημαίνει θραύσμα (πέτρας), λατομεύω, χαράζω + -ίνα. Ο Χαράλαμπος Π. Συμεωνίδης, Ετυμολογικό λεξικό των νεοελληνικών οικωνυμίων, εκδ. Κέντρο Μελετών της Ιεράς Μονής Κύκκου, Θεσσαλονίκη 2010, σελ. 692, λήμμα Κήποι, παραθέτει το αλβανικό τοπωνύμιο Kepi, που το ετυμολογεί από το kep–i («κορυφή, ακρωτήριο, σφυρί»).
  3. Με παρετυμολόγηση από την ελληνική λέξη κήπος.