Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οι Καλαρίτες
      γενική των Καλαριτών
    αιτιατική τους Καλαρίτες
     κλητική Καλαρίτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Καλαρίτες < αρωμουνική cãlãrets (καβαλάρηδες)[1] < δημώδης λατινική *caballaricius < λατινική caballus (άλογο)

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Καλαρίτες αρσενικό, μόνο στον πληθυντικό

  • οικισμός του Νομού Ιωαννίνων
    ※  Οι Μπλαχαβαίοι είχαν συνεννοηθεί και με τον αρματολό του Μετσόβου Δεληγιάννη και με τον Ευθύμιο Στουρνάρη να καταλάβουν τα στενά μεταξύ Μετσόβου και Καλαριτών, ώστε να εμποδίσουν τον Αλή να περάσει με τον στρατό του στη Θεσσαλία, ώσπου να εδραιώσουν οι επαναστάτες τη θέση τους σ’ αυτή. (Ιστορία του ελληνικού έθνους. Ο ελληνισμός υπό ξένη κυριαρχία (περίοδος 1669–1821): Τουρκοκρατία, λατινοκρατία, εκδ. Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1975, ISBN: 978–960–213–107–7, σελ. 413)
    ※  Οικτρό όμως τέλος είχε προς τα Δυτικά, στην Ήπειρο, η εξέγερση δύο πλούσιων κωμοπόλεών της, των Καλαριτών και του Σιράκου, γιατί οι Έλληνες, μεθυσμένοι από τις επιτυχίες τους, είχαν παραμελήσει να φυλάξουν τα στενά. (Απόστολος Βακαλόπουλος, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τ. Εʹ, Η μεγάλη Ελληνική Επανάσταση (1821–1829), Οι προϋποθέσεις και οι βάσεις της (1813–1822), Θεσσαλονίκη 1980, σελ. 452)

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία