Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική το Σιράκο
      γενική του Σιράκου
    αιτιατική το Σιράκο
     κλητική Σιράκο
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Σιράκο < (άμεσο δάνειο) αλβανική shark (μάλλινο πανωφόρι) / sharkë (πβ. αρωμουνικά sarică (μάλλινο πανωφόρι))
< πρωτοσλαβική *sorka (πουκάμισο)
ή < τουρκική şark < αραβική شرق (šarq, ανατολή) ή σλαβικής προέλευσης сирак (ορφανός, φτωχός)
ή < σλαβικής προέλευσης широк (shirók: φαρδύς, πλατύς)[1]

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Σιράκο ουδέτερο

  • χωριό του νομού Ιωαννίνων, που ανήκει διοικητικά στον Δήμο Βορείων Τζουμέρκων
    ※  Οικτρό όμως τέλος είχε προς τα Δυτικά, στην Ήπειρο, η εξέγερση δύο πλούσιων κωμοπόλεών της, των Καλαριτών και του Σιράκου, γιατί οι Έλληνες, μεθυσμένοι από τις επιτυχίες τους, είχαν παραμελήσει να φυλάξουν τα στενά. (Απόστολος Βακαλόπουλος, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τ. Εʹ, Η μεγάλη Ελληνική Επανάσταση (1821–1829), Οι προϋποθέσεις και οι βάσεις της (1813–1822), Θεσσαλονίκη 1980, σελ. 452)

Άλλες μορφές επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία