Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική το Συρράκο
      γενική του Συρράκου
    αιτιατική το Συρράκο
     κλητική Συρράκο
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Συρράκο < → δείτε τη λέξη Σιράκο

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Συρράκο ουδέτερο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. η γραφή με -υ- από παρετυμολογία, λόγω της ακουστικής ομοιότητας / παρωνυμίας με τη λέξη συρρέω