εκκλησιωνύμιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | εκκλησιωνύμιο | τα | εκκλησιωνύμια |
γενική | του | εκκλησιωνύμιου & εκκλησιωνυμίου |
των | εκκλησιωνύμιων & εκκλησιωνυμίων |
αιτιατική | το | εκκλησιωνύμιο | τα | εκκλησιωνύμια |
κλητική | εκκλησιωνύμιο | εκκλησιωνύμια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαεκκλησιωνύμιο ουδέτερο
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία εκκλησιωνύμιο
|