↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Κηφισός οι Κηφισοί
      γενική του Κηφισού των Κηφισών
    αιτιατική τον Κηφισό τους Κηφισούς
     κλητική Κηφισέ Κηφισοί
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Κηφισός < αρχαία ελληνική Κηφισός[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ci.fiˈsos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κη‐φι‐σός

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Κηφισός αρσενικό

  1. (ελληνική μυθολογία) θεότητα της Αττικής
  2. ονομασία ποταμών της Ελλάδας

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Κηφισός οἱ Κηφισοί
      γενική τοῦ Κηφισοῦ τῶν Κηφισῶν
      δοτική τῷ Κηφισ τοῖς Κηφισοῖς
    αιτιατική τὸν Κηφισόν τοὺς Κηφισούς
     κλητική ! Κηφισέ Κηφισοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Κηφισώ
γεν-δοτ τοῖν  Κηφισοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Κηφισός < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Κηφισός αρσενικό

  1. ανδρικό όνομα
  2. ονομασία ποταμών της Ελλάδας

Συγγενικά

επεξεργασία