Δείτε επίσης: καλαμαριά, καλαμάρια

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Καλαμαριά οι Καλαμαριές
      γενική της Καλαμαριάς των Καλαμαριών
    αιτιατική την Καλαμαριά τις Καλαμαριές
     κλητική Καλαμαριά Καλαμαριές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Καλαμαριά < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική καλαμαριά < καλή μεριά[1] ή σκάλαμεριά[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ka.la.maˈɾʝa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κα‐λα‐μα‐ριά
τονικό παρώνυμο: καλαμάρια

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Καλαμαριά θηλυκό στον ενικό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. 1,0 1,1 Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.