καλαμαριά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | καλαμαριά | οι | καλαμαριές |
γενική | της | καλαμαριάς | των | καλαμαριών |
αιτιατική | την | καλαμαριά | τις | καλαμαριές |
κλητική | καλαμαριά | καλαμαριές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- καλαμαριά < καλαμάρ(ι) + -ιά < μεσαιωνική ελληνική καλαμάρι / καλαμάριν / καλαμάριον < (ελληνιστική κοινή) καλαμάριον < αρχαία ελληνική κάλαμος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ḱl̥h₂mos < *ḱolh₂mos
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ka.la.maˈɾʝa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐λα‐μα‐ριά
- τονικό παρώνυμο: καλαμάρια
Ουσιαστικό
επεξεργασία
καλαμαριά θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
καλαμαριά
|
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .