Δείτε επίσης: αστραπούλα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τράπουλα οι τράπουλες
      γενική της τράπουλας των τραπουλών
    αιτιατική την τράπουλα τις τράπουλες
     κλητική τράπουλα τράπουλες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τράπουλα < ιταλική trappola (παγίδα, μεταφορικά: απάτη) < γαλλική trappe < φραγκική *trappa < πρωτογερμανική *trap- / *tramp- < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dremb- (τρέχω)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈtɾapula/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τρά‐που‐λα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τράπουλα θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

Υπώνυμα επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

  1. κόβω την τράπουλα
  2. ξαναμοιράζω την τράπουλα: (μεταφορικά) κάνω αναδιανομή αρμοδιοτήτων ή ρόλων
  3. Παίζει με σημαδεμένη τράπουλα:
    1. (κυριολεκτικά) χαρτοκλέβει
    2. (μεταφορικά) προσπαθεί να εξαπατήσει

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία