συντομία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
συντομία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συντομία & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική brièveté[1] Μορφολογικά αναλύεται σε σύντομ(ος) + -ία
Ουσιαστικό επεξεργασία
συντομία θηλυκό
Εκφράσεις επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη σύντομος
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ συντομία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | συντομίᾱ | αἱ | συντομίαι |
γενική | τῆς | συντομίᾱς | τῶν | συντομιῶν |
δοτική | τῇ | συντομίᾳ | ταῖς | συντομίαις |
αιτιατική | τὴν | συντομίᾱν | τὰς | συντομίᾱς |
κλητική ὦ! | συντομίᾱ | συντομίαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | συντομίᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | συντομίαιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
συντομία < σύντομ(ος) + -ία
Ουσιαστικό επεξεργασία
συντομία θηλυκό
- βραχυλογία, σύντομος λόγος
- (ελληνιστική κοινή, για μουσική) απλότητα
Πηγές επεξεργασία
- συντομία - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- συντομία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.