Δείτε επίσης: μηκηθμός

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μυκηθμός οι μυκηθμοί
      γενική του μυκηθμού των μυκηθμών
    αιτιατική τον μυκηθμό τους μυκηθμούς
     κλητική μυκηθμέ μυκηθμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μυκηθμός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μυκηθμός < μυκάομαι / μυκῶμαι

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /mi.ciˈθmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μυ‐κη‐θμός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μυκηθμός αρσενικό

  1. (λόγιο) μούγκρισμα, μουκάνισμα, μουκανητό
  2. (κατ’ επέκταση) (υπόκωφος) θόρυβος

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μυκηθμός οἱ μυκηθμοί
      γενική τοῦ μυκηθμοῦ τῶν μυκηθμῶν
      δοτική τῷ μυκηθμ τοῖς μυκηθμοῖς
    αιτιατική τὸν μυκηθμόν τοὺς μυκηθμούς
     κλητική ! μυκηθμέ μυκηθμοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μυκηθμώ
γεν-δοτ τοῖν  μυκηθμοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

ζητούμενο λήμμα

  Πηγές επεξεργασία