μηκηθμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | μηκηθμός | οι | μηκηθμοί |
γενική | του | μηκηθμού | των | μηκηθμών |
αιτιατική | τον | μηκηθμό | τους | μηκηθμούς |
κλητική | μηκηθμέ | μηκηθμοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μηκηθμός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή μηκηθμός < αρχαία ελληνική μηκάομαι / μηκῶμαι
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /mi.ciˈθmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μη‐κη‐θμός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμηκηθμός αρσενικό
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μηκηθμός
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | μηκηθμός | οἱ | μηκηθμοί |
γενική | τοῦ | μηκηθμοῦ | τῶν | μηκηθμῶν |
δοτική | τῷ | μηκηθμῷ | τοῖς | μηκηθμοῖς |
αιτιατική | τὸν | μηκηθμόν | τοὺς | μηκηθμούς |
κλητική ὦ! | μηκηθμέ | μηκηθμοί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μηκηθμώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | μηκηθμοῖν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Πηγές
επεξεργασία- μηκηθμός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.