Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εκλογή οι εκλογές
      γενική της εκλογής των εκλογών
    αιτιατική την εκλογή τις εκλογές
     κλητική εκλογή εκλογές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εκλογή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐκλογή < ἐκλέγω < ἐκ + λέγω
(διαδικασία ψηφοφορίας) < (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική élections[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.kloˈʝi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐κλο‐γή

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εκλογή θηλυκό

  1. η επιλογή ενός από πολλά
  2. η ανάδειξη σε μία θέση ή αξίωμα έπειτα από ψηφοφορία
  3. διαδικασία που περιλαμβάνει ψηφοφορία με σκοπό την ανάδειξη ενός ή περισσότερων υποψηφίων σε κάποια θέση ή αξίωμα
    η εκλογή νέου επίκουρου καθηγητή για τον τομέα της Φιλοσοφίας
  4. εκλογές: η διαδικασία που περιλαμβάνει καθολική ψηφοφορία για την ανάδειξη της νέας βουλής, ευρωβουλής, διοικητικών οργάνων σε νομικά πρόσωπα κ.λπ.

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία