δραστηριότητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- δραστηριότητα < μεσαιωνική ελληνική δραστηριότης < αρχαία ελληνική δραστήριος + -ότης
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
δραστηριότητα θηλυκό
- το να είναι κάποιος δραστήριος, η ιδιότητα του δραστήριου
- οι ενέργειες μιας ομάδας ανθρώπων ή ενός, σε συγκεκριμένη υπόθεση ή τομέα
Μεταφράσεις επεξεργασία
δραστηριότητα