Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Λαυρέντιος οι Λαυρέντιοι
      γενική του Λαυρέντιου
Λαυρεντίου
των Λαυρέντιων
Λαυρεντίων
    αιτιατική τον Λαυρέντιο τους Λαυρέντιους
Λαυρεντίους
     κλητική Λαυρέντιε Λαυρέντιοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Λαυρέντιος < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή Λαυρέντιος < λατινική Laurentius < laurus < laus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *lēwt- / *lēwdʰ- ‎(άσμα, ήχος)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /laˈvɾen.di.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Λαυ‐ρέ‐ντι‐ος
παλιότερος συλλαβισμός: Λαυ‐ρέν‐τι‐ος

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Λαυρέντιος αρσενικό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία