ανοργανωτικός: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Νέα σελίδα: =={{-el-}}== {{el-κλίσ-'καλός'}} ==={{ετυμολογία}}=== : '''{{PAGENAME}}''' < {{πρόσφ|αν-|οργανωτικός}} ==={{επίθετο|el}}=== '''{{... |
(Καμία διαφορά)
|
Αναθεώρηση της 06:48, 18 Οκτωβρίου 2019
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ανοργανωτικός < αν- + οργανωτικός
Επίθετο
ανοργανωτικός
- που έχει σχέση με την ανοργανωσιά, αναφέρεται σ’ αυτή ή παρουσιάζει έλλειψη οργάνωσης
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη οργανώνω
Μεταφράσεις
ανοργανωτικός
|