Δαφνί
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Δαφνί | τα | Δαφνιά |
γενική | του | Δαφνιού & Δαφνίου |
των | Δαφνιών & Δαφνίων |
αιτιατική | το | Δαφνί | τα | Δαφνιά |
κλητική | Δαφνί | Δαφνιά | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση. Δεν συνηθίζεται στον πληθυντικό. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Δαφνί < για την περιοχή: από τη λέξη δάφνη, ή από την ομώνυμη μονή της Κωνσταντινούπολης, ή από τη (άμεσο δάνειο) γαλλική Dauphiné[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ðafˈni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Δαφ‐νί
- τονικό παρώνυμο: Δάφνη
Κύριο όνομα επεξεργασία
Δαφνί ουδέτερο, μόνο στον ενικό
- δυτικό περιοχή της Αθήνας στο Χαϊδάρι
- (ιστορία) ιστορική μονή στην παραπάνω περιοχή
- ομώνυμο ψυχιατρικό νοσοκομείο της Αθήνας που βρίσκεται στην παραπάνω περιοχή
- (ελληνική ποικιλία αμπέλου) ποικιλία αμπέλου που καλλιεργείται στην Κρήτη και παράγει λευκό κρασί
Μεταφράσεις επεξεργασία
επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)