πομπώδης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | πομπώδης | η | πομπώδης | το | πομπώδες |
γενική | του | πομπώδους | της | πομπώδους | του | πομπώδους |
αιτιατική | τον | πομπώδη | την | πομπώδη | το | πομπώδες |
κλητική | πομπώδη(ς) | πομπώδης | πομπώδες | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | πομπώδεις | οι | πομπώδεις | τα | πομπώδη |
γενική | των | πομπωδών | των | πομπωδών | των | πομπωδών |
αιτιατική | τους | πομπώδεις | τις | πομπώδεις | τα | πομπώδη |
κλητική | πομπώδεις | πομπώδεις | πομπώδη | |||
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pomˈbo.ðis/
Επίθετο
επεξεργασίαπομπώδης, -ης, -ες
- με στόμφο, μεγαλοστομία, τάση επίδειξης