Ετυμολογία

επεξεργασία
vacuum < λατινική vacuum < vacuus < vacare

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
vacuum vacuums

vacuum (en)

  1. το κενό
  2. η ηλεκτρική σκούπα
     συνώνυμα: vacuum cleaner
  3. (φυσική) το κενό (χώρος χωρίς ύλη)
     συνώνυμα: empty space

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία
  • vacuum-packed: συσκευασμένος εν κενώ
ενεστώτας vacuum
γ΄ ενικό ενεστώτα vacuums
αόριστος vacuumed
παθητική μετοχή vacuumed
ενεργητική μετοχή vacuuming

vacuum (en)



  Ετυμολογία

επεξεργασία
vacuum < vacue-facio= κενώ γ΄ συζ.

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

vacuum (la)

  • κενό, άνευ κυρίου, αδέσποτο, χηρεύων

Συγγενικά

επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία
  • vacuum re ή ab re έρημος, γυμνός από κάτι
  • vacuum animus, νους αππαλαγμένος από φροντίδες
  • vacuum aures, μτφ. αυτιά αναπεπταμένα
  • vacuum civitas, πόλη σχολάζουσα, χωρίς πόλεμο
  • vacuum equus, ίππος χωρίς αναβάτη
  • vacuum in vacuum, σε αδέσποτο κτήμα (νομ. όρος)
  • vacuum mulier, άγαμος, χωρίς συζυγο
  • vacuum oppidium, πόλη χωρίς φυλακή
  • vacuum provincia, επαρχία χηρεύουσα

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • a tributis, ελεύθερος, χωρίς δασμούς
  • «domum-am iacio novis nupitis (novo matrimonio), την οικίαν αδειάζω ή ανδρός ή γυναικός (για σύναψη νέου γάμου) νομ. όρος.