vacuole
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία en
επεξεργασία- vacuole < γαλλική vacuole < μεσαιωνική λατινική vacuola, υποκοριστικό του vacuus < λατινική vacuus (κενός)
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαvacuole (en)
- (βιολογία)
- χώρος ή κυστίδιο σε κυτταρόπλασμα κυττάρου, που περικλείεται από μεμβράνη και συνήθως περιέχει υγρό
- μικρή κοιλότητα ή χώρος σε ιστό, ιδιαίτερα σε νευρικό ιστό, ως αποτέλεσμα ασθένειας
Συγγενικά
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
vacuole | vacuoles |
vacuole (fr) θηλυκό
- μικρό κενό
- (βιολογία)
- χώρος ή κυστίδιο σε κυτταρόπλασμα κυττάρου, που περικλείεται από μεμβράνη και συνήθως περιέχει υγρό
- μικρή κοιλότητα ή χώρος σε ιστό, ιδιαίτερα σε νευρικό ιστό, ως αποτέλεσμα ασθένειας