• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

manceps

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Λατινικά (la)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Κλίση

Λατινικά (la)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

manceps < manus + capio

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

manceps αρσενικό

  1. αγοραστής (με ανάταση του χεριού) (τελικός πλειοδότης σε δημόσιο πλειστηριασμό)
  2. ανάδοχος (δημοσίων) έργων, εργολήπτης, εργολάβος
  3. εγγυητής
  4. κερδοσκόπος
  5. ιδιοκτήτης, κάτοχος
  6. κάτοχος πάγκου πωλήσεων
  7. αγρότης
  8. αρχηγός, κύριος, κυρίαρχος
  9. κάποιος που προσλαμβάνει χειροκροτητές, ανθρώπους για να επευφημήσουν

ΚλίσηΕπεξεργασία

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική manceps mancipēs
γενική mancipis mancipum
δοτική mancipī mancipibus
αιτιατική mancipem mancipēs
κλητική manceps mancipēs
αφαιρετική mancipe mancipibus
(γ' κλίση)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=manceps&oldid=5259612"
Τελευταία επεξεργασία στις 21 Σεπτεμβρίου 2021, στις 06:03
Βικιλεξικό
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 21 Σεπτεμβρίου 2021, στις 06:03.
  • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie