-σκοπία
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- -σκοπία < αρχαία ελληνική -σκοπία < σκοπέω / σκοπῶ (σε κάποιες περιπτώσεις: < αγγλικά -scopy ή γαλλικά -scopie)
ΕπίθημαΕπεξεργασία
-σκοπία θηλυκό
- β’ συνθετικό θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν: