Δείτε επίσης: υστερικός
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ὑστερικός ὑστερική τὸ ὑστερικόν
      γενική τοῦ ὑστερικοῦ τῆς ὑστερικῆς τοῦ ὑστερικοῦ
      δοτική τῷ ὑστερικ τῇ ὑστερικ τῷ ὑστερικ
    αιτιατική τὸν ὑστερικόν τὴν ὑστερικήν τὸ ὑστερικόν
     κλητική ! ὑστερικέ ὑστερική ὑστερικόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ὑστερικοί αἱ ὑστερικαί τὰ ὑστερικᾰ́
      γενική τῶν ὑστερικῶν τῶν ὑστερικῶν τῶν ὑστερικῶν
      δοτική τοῖς ὑστερικοῖς ταῖς ὑστερικαῖς τοῖς ὑστερικοῖς
    αιτιατική τοὺς ὑστερικούς τὰς ὑστερικᾱ́ς τὰ ὑστερικᾰ́
     κλητική ! ὑστερικοί ὑστερικαί ὑστερικᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ὑστερικώ τὼ ὑστερικᾱ́ τὼ ὑστερικώ
      γεν-δοτ τοῖν ὑστερικοῖν τοῖν ὑστερικαῖν τοῖν ὑστερικοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ὑστερικός < ὑστέρ(α)ὑστέρα μήτρα) + -ικός

  Επίθετο

επεξεργασία

ὑστερικός, -ή, -όν (χωρίς παραθετικά)

  1. (ιατρική) που έχουν σχέση με τη μήτρα, που έχουν σχέση με νόσους της μήτρας
    ※  5ος πκε αιώνας Ἱπποκράτης, Γυναικεῖα, (De muliebribus), 1.34, p.80, @scaife.perseus
    Ἅσσα δὲ οἰδήματα γίνεται ὑστερικὰ ἐν τόκῳ ἢ ἐκ τόκου, οὐ χρὴ στύφειν, οἷα οἱ ἰητροὶ ποιέουσιν·
    ※  5ος πκε αιώνας Ἱπποκράτης, Γυναικεῖα, (De muliebribus), 1.35, p.84, @scaife.perseus
    διδόναι δὲ πίνειν τῶν φαρμάκων τῶν ὑστερικῶν, παραμίσγοντα ἢ τῆς σηπίης τῶν ὠῶν ἢ τοῦ καστορίου·
    ※  4ος πκε αιώνας Ἀριστοτέλης, Περὶ ζῴων γενέσεως, 1.15 @scaife.perseus
    ἔχει δ’ ἡ θήλεια μὲν ὑστερικὸν μόριον φανερῶς ἐν ἑκάστῳ τούτων τῶν ζῴων·
  2. (ελληνιστική σημασία) για συμπτώματα ασθενειών που πίστευαν ότι οφείλονται σε προβλήματα της μήτρας
    ※  2ος κε αιώνας Γαληνός, De compositione medicamentorum secundum locos libri X, 9.10 @scaife.perseus
    Ἐπὶ τῆς ὑστερικῆς πνιγὸς συμβαίνει ἀναισθησία καὶ ἀκινησία καὶ σφυγμὸς ἀμυδρὸς καὶ μικρὸς καὶ παντελὴς ἀσφυξία.
    ※  1ος/2ος κε αιώνας Σωρανός, Gynaeciorum Libri IV, Περὶ ὑϲτερικῆϲ πνιγόϲ, 3.5, @scaife.perseus
    ὑϲτερικὴ πνὶξ κέκληται μὲν ϲυνθέτωϲ ἀπὸ τοῦ πάϲχοντοϲ τόπου καὶ ϲυμπτώματοϲ ἑνόϲ, λέγω δὲ τοῦ πνιγμοῦ, κατ ἔννοιαν δέ ἐϲτιν ἐποχὴ ἀναπνοῆϲ μετὰ ἀφωνίαϲ καὶ κατοχῆϲ αἰϲθήϲεωϲ διὰ ποιὰν περὶ τὴν ὑϲτέραν διάθεϲιν.

Παράγωγα

επεξεργασία

Απόγονοι

επεξεργασία

ὑστερικός (αρχαία ελληνικά)

νέα ελληνικά: υστερικός
λατινικά: hystericus
αγγλικά: hysteric, hysterical
γαλλικά: hystérique

→ και δείτε  hystericus#Descendants στο αγγλικό Βικιλεξικό