γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ἰόεις ἰόεσσ τὸ ἰόεν
      γενική τοῦ ἰόεντος τῆς ἰοέσσης τοῦ ἰόεντος
      δοτική τῷ ἰόεντ τῇ ἰοέσσ τῷ ἰόεντ
    αιτιατική τὸν ἰόεντ τὴν ἰόεσσᾰν τὸ ἰόεν
     κλητική ! ἰόεν ἰόεσσ ἰόεν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ἰόεντες αἱ ἰόεσσαι τὰ ἰόεντ
      γενική τῶν ἰοέντων τῶν ἰοεσσῶν τῶν ἰοέντων
      δοτική τοῖς ἰόεσῐ(ν) ταῖς ἰοέσσαις τοῖς ἰοέσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς ἰόεντᾰς τὰς ἰοέσσᾱς τὰ ἰόεντ
     κλητική ! ἰόεντες ἰόεσσαι ἰόεντ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἰόεντε τὼ ἰοέσσ τὼ ἰόεντε
      γεν-δοτ τοῖν ἰοέντοιν τοῖν ἰοέσσαιν τοῖν ἰοέντοιν
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'χαρίεις' όπως «χαρίεις» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία 1

επεξεργασία
ἰόεις < ἴον (μενεξές) + -εις

  Επίθετο

επεξεργασία

ἰόεις, -εσσα, -εν

Συγγενικά

επεξεργασία

  Ετυμολογία 2

επεξεργασία
ἰόεις < ἰός (δηλητήριο, βέλος) + -εις

  Επίθετο

επεξεργασία

ἰόεις, -εσσα, -εν

Συνώνυμα

επεξεργασία