ἰόεις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία 1
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαἰόεις, -εσσα, -εν
- (χρώμα) που έχει βιολετί χρώμα, μελαψός, σκουρόχρωμος
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 23 (Ψ. Ἆθλα ἐπὶ Πατρόκλῳ.), στίχ. 850 (850-851)
- Αὐτὰρ ὁ τοξευτῇσι τίθει ἰόεντα σίδηρον, | κὰδ δ᾽ ἐτίθει δέκα μὲν πελέκεας, δέκα δ᾽ ἡμιπέλεκκα,
- Το σίδερο το μελαψό των τοξευτών βραβείον, | αξίνες δέκα δίστομες, δέκα μονές προβάλλει,
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- Αὐτὰρ ὁ τοξευτῇσι τίθει ἰόεντα σίδηρον, | κὰδ δ᾽ ἐτίθει δέκα μὲν πελέκεας, δέκα δ᾽ ἡμιπέλεκκα,
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 23 (Ψ. Ἆθλα ἐπὶ Πατρόκλῳ.), στίχ. 850 (850-851)
Συγγενικά
επεξεργασίαΕτυμολογία 2
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαἰόεις, -εσσα, -εν
- δηλητηριώδης, φαρμακερός
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Γαληνός, De antidotis, 1.6, p.38 @scaife.perseus
- Ὄφρ' ἑκὰς ἐντύναις σάρκας ἀπεχθομένας
Ἑρπυστῶν τ' ἰόεντας ἀποῤῥίψειεν ἀκάνθας
Πάμπαν ὑπ' εὐδίφρου χειρὸς ἐλεγχομένας.
- Ὄφρ' ἑκὰς ἐντύναις σάρκας ἀπεχθομένας
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Γαληνός, De antidotis, 1.6, p.38 @scaife.perseus
Συνώνυμα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ἰόεις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἰόεις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.