ἐρετικός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαἐρετικός, -ή, -όν
- που ανήκει ή αναφέρεται στον κωπηλάτη ή στην κωπηλασία, κωπηλατικός
- ※ 1ος/2ος κε αιώνας ⌘ Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι Πομπήιος, 25.3 @scaife.perseus
- χρήματα δὲ λαμβάνειν ἐκ τῶν ταμιείων καὶ παρὰ τῶν τελωνῶν ὅσα βούλοιτο καὶ ναῦς διακοσίας, κύριον ὄντα πλήθους καὶ καταλόγου στρατιᾶς καὶ πληρωμάτων ἐρετικῶν.
- ※ 1ος/2ος κε αιώνας ⌘ Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι Πομπήιος, 25.3 @scaife.perseus
- (το θηλυκό ως ουσιαστικό) η τέχνη της κωπηλασίας
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Νόμοι, 4, 707a (707a-707b) @scaife.perseus
- διὰ κυβερνητικῆς γὰρ καὶ πεντηκονταρχίας καὶ ἐρετικῆς, καὶ παντοδαπῶν καὶ οὐ πάνυ σπουδαίων ἀνθρώπων γιγνομένης, τὰς τιμὰς ἑκάστοις οὐκ ἂν δύναιτο ὀρθῶς ἀποδιδόναι τις.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Νόμοι, 4, 707a (707a-707b) @scaife.perseus
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ἐρέσσω
Πηγές
επεξεργασία- ἐρετικός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἐρετικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.