ἐρίβρομος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἐρίβρομος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαἐρίβρομος, -ος, -ον
- που φωνάζει δυνατά, βροντόφωνος
- ※ 2/3ος κε αιώνας ⌘ Ἀθήναιος ὁ Nαυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 2, 3 @scaife.perseus, @el.wikisource
- πρῶται μὲν Χάριτές τ’ ἔλαχον καὶ ἐύφρονες Ὧραι
μοῖραν καὶ Διόνυσος ἐρίβρομος, οἵπερ ἔτευξαν.
- πρῶται μὲν Χάριτές τ’ ἔλαχον καὶ ἐύφρονες Ὧραι
- ※ 2/3ος κε αιώνας ⌘ Ἀθήναιος ὁ Nαυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 2, 3 @scaife.perseus, @el.wikisource
- (για ζώα) που βρυχάται δυνατά
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Πίνδαροςw, Ὀλυμπιονίκαιςw, 11 (10). Ἁγησιδἀμῳ Λοκρῷ Ἐπιζεφυρίῳ παιδὶ πύκτῃ, 20 (11.19-11.20)
- τὸ γὰρ ἐμφυὲς οὔτ᾽ αἴθων ἀλώπηξ | οὔτ᾽ ἐρίβρομοι λέοντες διαλλάξαιντο ἦθος.
- Ποτέ η κοκκινότριχη αλεπού | και τα λιοντάρια που βαριά βρυχιούνται το φυσικό τους ήθος δεν θα αλλάξουν.
- Μετάφραση (2004): Γιάννης Οικονομίδης, @greek‑language.gr
- τὸ γὰρ ἐμφυὲς οὔτ᾽ αἴθων ἀλώπηξ | οὔτ᾽ ἐρίβρομοι λέοντες διαλλάξαιντο ἦθος.
- ※ 3ος κε αιώνας ⌘ Οππιανός ο εξ Απαμείας, Κυνηγετικά, 4.80, @scaife.perseus
- ἔνθα περὶ σπήλυγγας ἐρίβρομος ἠΰκομος λῖς
- εκεί σε σπηλιές λιοντάρι με βροντερή φωνή και ωραίο τρίχωμα
- Μετάφραση λέξεων: Βικιλεξικό.
- ἔνθα περὶ σπήλυγγας ἐρίβρομος ἠΰκομος λῖς
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Πίνδαροςw, Ὀλυμπιονίκαιςw, 11 (10). Ἁγησιδἀμῳ Λοκρῷ Ἐπιζεφυρίῳ παιδὶ πύκτῃ, 20 (11.19-11.20)
- πολύ ηχηρός, βροντώδης
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Πίνδαροςw, Πυθιονίκαις, 6. Ξενοκράτει Ἀκραγαντίνῳ ἅρματι, 12 (6.11-6.15)
- τὸν οὔτε χειμέριος ὄμβρος, ἐπακτὸς ἐλθών | ἐριβρόμου νεφέλας | στρατὸς ἀμείλιχος, οὔτ᾽ ἄνεμος ἐς μυχούς | ἁλὸς ἄξοισι παμφόρῳ χεράδει | τυπτόμενον.
- Αυτόν ούτε οι καταιγίδες του χειμώνα, | ο αμείλιχτος των εχθρών ο στρατός που ορμάει | από τις βουερές νεφέλες, | ούτε οι ανεμοθύελλες που τον χτυπούν με κάθε λογής χαλίκια | μπορούν στης θάλασσας τα βάθη να τον πάνε.
- Μετάφραση (1994), Γιάννης Οικονομίδης, @greek‑language.gr
- τὸν οὔτε χειμέριος ὄμβρος, ἐπακτὸς ἐλθών | ἐριβρόμου νεφέλας | στρατὸς ἀμείλιχος, οὔτ᾽ ἄνεμος ἐς μυχούς | ἁλὸς ἄξοισι παμφόρῳ χεράδει | τυπτόμενον.
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Πίνδαροςw, Πυθιονίκαις, 6. Ξενοκράτει Ἀκραγαντίνῳ ἅρματι, 12 (6.11-6.15)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ἐρίβρομος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἐρίβρομος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.