→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἐριβρεμέτης < ἐρι- + -βρεμέτης < επιτατικό μόριο ἐρι- + βρέμω

  Επίθετο

επεξεργασία

ἐριβρεμέτης, -ου

  1. (για τον Δία) που ρίχνει αστραπές, κεραυνούς
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 13 (Ν. Μάχη ἐπὶ ταῖς ναυσί.), στίχ. 624 (623-625)
    οὐδέ τι θυμῷ | Ζηνὸς ἐριβρεμέτεω χαλεπὴν ἐδείσατε μῆνιν | ξεινίου, ὅς τέ ποτ᾽ ὔμμι διαφθέρσει πόλιν αἰπήν·
    χωρίς του αστραποφόρου | Διός ξενίου τον θυμόν ποσώς να στοχασθείτε, | που αυτός τους πύργους γρήγορα της πόλης σας θα ρίξει.
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
  2. (για λιοντάρι) που βρυχάται δυνατά
  3. (για αυλό) που βγάζει δυνατό ήχο

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία