ἄπαστος
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἄπαστος < ἄ- στερητικό + παστός (< πάσσω (πασπαλίζω, ραντίζω, διακοσμώ))
Επίθετο
επεξεργασίαἄπαστος (και σήμερα ως ιδιωματικό)
Πηγές
επεξεργασία- ἄπαστος - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
- ἄπαστος σελ.326, Τόμος 2 & σελ.327, Τόμος 2 - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- ἄπαστος - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | ἄπαστος | τὸ | ἄπαστον | ||
γενική | τοῦ/τῆς | ἀπάστου | τοῦ | ἀπάστου | ||
δοτική | τῷ/τῇ | ἀπάστῳ | τῷ | ἀπάστῳ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | ἄπαστον | τὸ | ἄπαστον | ||
κλητική ὦ! | ἄπαστε | ἄπαστον | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | ἄπαστοι | τὰ | ἄπαστᾰ | ||
γενική | τῶν | ἀπάστων | τῶν | ἀπάστων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | ἀπάστοις | τοῖς | ἀπάστοις | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἀπάστους | τὰ | ἄπαστᾰ | ||
κλητική ὦ! | ἄπαστοι | ἄπαστᾰ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀπάστω | τὼ | ἀπάστω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀπάστοιν | τοῖν | ἀπάστοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἄπαστος < ἄ- στερητικό + πατέομαι + -τος
Επίθετο
επεξεργασίαἄπαστος, -ος, -ον
- (για άνθρωπο) που δεν έχει φάει, που απέχει από το φαγητό, που νηστεύει
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 19 (Τ. Μήνιδος ἀπόρρησις.), στίχ. 346 (344-346)
- κεῖνος ὅ γε προπάροιθε νεῶν ὀρθοκραιράων | ἧσται ὀδυρόμενος ἕταρον φίλον· οἱ δὲ δὴ ἄλλοι | οἴχονται μετὰ δεῖπνον, ὁ δ᾽ ἄκμηνος καὶ ἄπαστος.
- Τον βλέπεις οπού κάθεται κατέμπροσθεν στα πλοία | και κλαίει για τον φίλον του· κι οι άλλοι αναχωρήσαν | να γευματίσουν· και τροφήν να πάρει αυτός δεν θέλει.
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- κεῖνος ὅ γε προπάροιθε νεῶν ὀρθοκραιράων | ἧσται ὀδυρόμενος ἕταρον φίλον· οἱ δὲ δὴ ἄλλοι | οἴχονται μετὰ δεῖπνον, ὁ δ᾽ ἄκμηνος καὶ ἄπαστος.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 6 (ζ. Ὀδυσσέως ἄφιξις εἰς Φαίακας.), στίχ. 250 (249-250)
- ἦ τοι ὁ πῖνε καὶ ἦσθε πολύτλας δῖος Ὀδυσσεὺς | ἁρπαλέως· δηρὸν γὰρ ἐδητύος ἦεν ἄπαστος.
- Εκείνος, βασανισμένος ο Οδυσσέας και θείος, | έπινε κι έτρωγε με λαίμαργη σπουδή, καθώς τόσον καιρό δεν είχε αγγίξει φαγητό.
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- ἦ τοι ὁ πῖνε καὶ ἦσθε πολύτλας δῖος Ὀδυσσεὺς | ἁρπαλέως· δηρὸν γὰρ ἐδητύος ἦεν ἄπαστος.
- ≈ συνώνυμα: ἄκμηνος
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 19 (Τ. Μήνιδος ἀπόρρησις.), στίχ. 346 (344-346)
- (για φαγητό) που δεν έχει φαγωθεί
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη πατέομαι
Πηγές
επεξεργασία- ἄπαστος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἄπαστος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.