Ετυμολογία

επεξεργασία
ἄπαστος < ἄ- στερητικό + παστός (< πάσσω (πασπαλίζω, ραντίζω, διακοσμώ))

  Επίθετο

επεξεργασία

ἄπαστος (και σήμερα ως ιδιωματικό)


→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἄπαστος τὸ ἄπαστον
      γενική τοῦ/τῆς ἀπάστου τοῦ ἀπάστου
      δοτική τῷ/τῇ ἀπάστ τῷ ἀπάστ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἄπαστον τὸ ἄπαστον
     κλητική ! ἄπαστε ἄπαστον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἄπαστοι τὰ ἄπαστ
      γενική τῶν ἀπάστων τῶν ἀπάστων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἀπάστοις τοῖς ἀπάστοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἀπάστους τὰ ἄπαστ
     κλητική ! ἄπαστοι ἄπαστ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀπάστω τὼ ἀπάστω
      γεν-δοτ τοῖν ἀπάστοιν τοῖν ἀπάστοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἄπαστος < ἄ- στερητικό + πατέομαι + -τος

  Επίθετο

επεξεργασία

ἄπαστος, -ος, -ον

  1. (για άνθρωπο) που δεν έχει φάει, που απέχει από το φαγητό, που νηστεύει
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 19 (Τ. Μήνιδος ἀπόρρησις.), στίχ. 346 (344-346)
    κεῖνος ὅ γε προπάροιθε νεῶν ὀρθοκραιράων | ἧσται ὀδυρόμενος ἕταρον φίλον· οἱ δὲ δὴ ἄλλοι | οἴχονται μετὰ δεῖπνον, ὁ δ᾽ ἄκμηνος καὶ ἄπαστος.
    Τον βλέπεις οπού κάθεται κατέμπροσθεν στα πλοία | και κλαίει για τον φίλον του· κι οι άλλοι αναχωρήσαν | να γευματίσουν· και τροφήν να πάρει αυτός δεν θέλει.
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 6 (ζ. Ὀδυσσέως ἄφιξις εἰς Φαίακας.), στίχ. 250 (249-250)
    ἦ τοι ὁ πῖνε καὶ ἦσθε πολύτλας δῖος Ὀδυσσεὺς | ἁρπαλέως· δηρὸν γὰρ ἐδητύος ἦεν ἄπαστος.
    Εκείνος, βασανισμένος ο Οδυσσέας και θείος, | έπινε κι έτρωγε με λαίμαργη σπουδή, καθώς τόσον καιρό δεν είχε αγγίξει φαγητό.
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
     συνώνυμα: ἄκμηνος
  2. (για φαγητό) που δεν έχει φαγωθεί

Συγγενικά

επεξεργασία