Δείτε επίσης: ανάλατος, Ανάλατος

Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀνάλατος < ἀν- + ἀλάτ(ι) + -ος

ἀνάλατος

  1. ο ανάλατος
  2. (για άνθρωπο) ο άνοστος