Δείτε επίσης: ανάλατος, ἀνάλατος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Ανάλατος οι Ανάλατοι
      γενική του Αναλάτου των Αναλάτων
    αιτιατική τον Ανάλατο τους Αναλάτους
     κλητική Ανάλατε Ανάλατοι
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «άνθρωπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Ανάλατος < ουσιαστικοποιημένο αρσενικό του επιθέτου ανάλατος[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /aˈna.la.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Α‐νά‐λα‐τος

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Ανάλατος αρσενικό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Καιροφύλας, Γιάννης (1995). Τοπωνύμια της Αθήνας, του Πειραιά και των περιχώρων. Αθήνα: Φιλιππότης. ISBN 9789602950746.