Ετυμολογία

επεξεργασία
πατέομαι < λείπει η ετυμολογία

πατέομαι

  1. δοκιμάζω φαγητό, «τσιμπάω» λίγο φαγητό
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 24 (Ω. Ἕκτορος λύτρα.), στίχ. 642 (641-642)
    νῦν δὴ καὶ σίτου πασάμην καὶ αἴθοπα οἶνον | λαυκανίης καθέηκα· πάρος γε μὲν οὔ τι πεπάσμην
    χαψιά ψωμί, ρουφιά κρασί δεν είχα βάλ᾽ εις τούτο | το στόμα, ώσπου μ᾽ έκαμες μαζί σου να δειπνήσω».
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
  2. (για ποτό, τροφή, κ.α.) γεύομαι, πίνω, τρώω
    ※  7ος πκε αιώνας Ἡσίοδος, Θεογονία, 642
    [ὡς νέκταρ τ᾽ ἐπάσαντο καὶ ἀμβροσίην ἐρατεινήν,]
    [σαν φάγανε νέκταρ και ποθητή αμβροσία,]
    Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
    ※  6ος/5ος πκε αιώνας Αἰσχύλος, Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας, στίχ. 1036 (1035-1036)
    τούτου δὲ σάρκας οὐδὲ κοιλογάστορες | λύκοι πάσονται· μὴ δοκησάτω τινί.
    Όχι, δε θα γευτούν οι λιμάντεροι λύκοι | τις σάρκες του· κανείς στο νου του ας μην το βάλει·
    Μετάφραση (1911): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Φέξης @greek‑language.gr
    5ος πκε αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 1 (Κλειώ), 73.6
    ταῦτα καὶ ἐγένετο· καὶ γὰρ Κυαξάρης καὶ οἱ παρεόντες δαιτυμόνες τῶν κρεῶν τούτων ἐπάσαντο, καὶ οἱ Σκύθαι ταῦτα ποιήσαντες Ἀλυάττεω ἱκέται ἐγένοντο.
    Έτσι και έγινε· γιατί ο Κυαξάρης και οι ομοτράπεζοί του που ήταν παρόντες, γεύθηκαν τα κρέατα αυτά, και οι Σκύθες, άμα πραγματοποίησαν το σχέδιο τους, έγιναν ικέτες του Αλυάττη.
    Μετάφραση (1964): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
    ※  2ος πκε αιώνας Νίκανδρος ὁ Κολοφώνιος Ἀλεξιφάρμακα, στ. 312, @scaife.perseus
    Ἢν δέ τις ἀφροσύνῃ ταύρου νέον αἷμα πάσηται,

Παράγωγα

επεξεργασία